- κοπροχολίνη
- η(βιοχ.) πρασινόφαιη χρωστική στην οποία μετατρέπεται το κοπροχολινογόνο όταν εκτεθεί στον αέρα και στο φως και η οποία είναι χαρακτηριστική τών όχι πρόσφατων κοπράνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coprobiline < copro- (πρβλ. κόπρος) + -bil- (< bile «χολή») + κατάλ. -ine].
Dictionary of Greek. 2013.